ικταίνω

ικταίνω
ἰκταίνω (Α)
χτυπώ, ωθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ἴκταρ (Ι)* και απαντά εν συνθέσει σε γλώσσα τού Αριστάρχου: ὑπερ-ικταίνοντο
ἄγαν ἐπάλλοντο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερικταίνομαι — Α (επικ. τ.) κινούμαι με υπερβολική ταχύτητα («γούνατα δ ἐρρώσαντο, πόδες δ ὑπερικταίνοντο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά σε χωρίο τής Οδύσσειας και ερμηνεύεται από τους μελετητές με διάφορους τρόπους. Κατά μία άποψη, το ρ. είναι σύνθ. από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”